Ιστορία
Οπως είναι γνωστό, στους προϊστορικούς χρόνους, ο Πειραιάς ήταν νησί, που χωριζόταν από την υπόλοιπη Αττική με θαλάσσια ζώνη, που άρχιζε από την περιοχή του Φαληρικού όρμου – και συγκεκριμένα από το Νέο Φαληρο – περνούσε μέσα από τη σημερινή συνοικία Καμίνια και τνήμα του δήμου Αγίου Ιωάννη Ρέντη και κατάληγε στον λιμένα Αλων, μπροστά στο σταθμό των “Ηλεκτρικών Σιδηροδρόμων Αθηνών – Πειραιώς”. Αργότερα η ζώνη αυτή καλύφθηκε με προσχώσεις για να μετασχηματιστεί αρχικά σε αβαθή θαλάσσια λωρίδα, στη συνέχεια σε “ελώδη περιοχή” (βάλτο) και τελικά σε “πηλώδη” (λασπότοπο) και να αποτελέσει το γνωστό μας Αλίπεδο, με το οποίο ο Πειραιάς ενώθηκε με την υπόλοιπη Αττική. Στην νησιωτική μορφή του τόπου, στα πανάρχαια αποδίδεται και η προέλευση του τοπωνυμίου Πειραιεύς. Οι περισσότεροι το ετυμολογούν από τη λέξη περαιεύς (=πορθμέας, περαματάρης), από τον ανώνυμο περαματάρη που πιθανότητα μετέφερε με το πλοιάριό του τους κατοικούς της Αττικής στην απέναντι πειραϊκή παραλία και αντίθετα. Το αρχικά προσηγορικό (περαιεύς) εξελίχθηκε σε τοπωνυμικό και με την εναλλαγή του ε σε ει διαμορφώφηκε στον τελικό τύπο Πειραιεύς. Στη ζωντανη, άλλωστε γλώσσα του λαού, έχει επιβιώσει ως τις μέρες μας και ο αρχικός τύπος του τοπωνυμίου (Περαίας, Περαιάς). Κατ’ άλλους το τοπωνύμιο ετυμολογείται από τη λέξη πέραν, αφού ο Πειραιάς, είτε όταν ήταν νησί, αποκομμένο από την υπόλοιπη Αττική, είτε μετά από την ανασύνδεσή του, επειδή μεσολαβούσε ο βάλτος του Αλιπέδου, βρισκόταν “πέραν της ακτής” και χαρακτηριζόταν “νησιάζων”.
Ο Πειραιάς κατοικήθηκε γύρω στα μέσα της 3ης π.Χ. χιλιετηρίδας. Η άποψη αυτή ενισχύεται από κατάλοιπα πρωτοελλαδικών οικισών που αποκαλύφθηκαν στην Παλαιά Κοκκινιά και το Κερατσίνι – και τοποθετούνται χρονικά ανάμεσα στο 2600 και το 1900 π.Χ. – σε συσχετισμό με άλλα ευρήματα της ίδιας εποχής (ερείπια κτισμάτων, εργαλεία) στην περιοχή της Μουνιχίας και τη Σταλίδα (νησάκι του Κουμουνδούρου). Ως πρώτοι κάτοικοι του Πειραιά αναφέρονται, εκτός από τους Πελασγούς και άλλοι γνωστοί προϊστορικοί κάτοικοι του Ελλαδικού χώρου (Κάρες, Λέλεγες, Κρήτες, Θράκες, Φοίνικες) και -κυρίως – οι Μινύες, οι οποίοι ήταν οι περισσότερο προηγμένοι από όλους, με πολλές ικανότητες και τεχνικές γνώσεις, εκπλητικές για την εποχή τους. Οι τελευταίοι, ιωνικής πιθανόν καταγωγής, προέρχονταν από τον Ορχομενό της Βοιωτίας και εγκαταστάθηκαν στον Πειραιά στα τέλη του 13ου ή τις αρχές του 12ου αιώνα π.Χ., μετά τη θρακική εισβολή στον τόπο τους. ‘Εμπειροι ναυτικοί καθώς ήταν βρήκαν στο φυσικό λιμενίσκο της Μουνιχίας (το σημερινό Μικρολίμανο) το κατάλληλο ορμητήριο, ενώ ο οικισμός τους αναπτύχθηκε στον ομωνυμο λόφο (τον γνωστό σήμερα ως λόφο του Προφήτη Ηλία). Ο λόφος αυτός παραχωρήθηκε, κατά την παράδοση, στους Μινύες από τον βασιλιά της Αθήνα Μούνιχο και γι’ αυτό ονομάστηκε Μουνιχία, ενώ άλλοι αποδίδουν το τοπωνύμιο σε ομώνυμο αρχηγό ή ήρωα των Μινυών. Στη κορυφή του λόφου ή – κατα μία άλλη εκδοχή- σε μικρό ύψωμα, αριστερά στον εισερχόμενο στο λιμενίσκο της Μουνιχίας, όπου έχει αναγερθεί το εντευκτήριο “Ναυτικού Ομίλου Ελλάδος”, ίδρυσαν οι Μίνυες το ιερό της “Μουνιχίας Αρτέμιδος”. Οι Μίνυες, που, ας σημειωθεί, είχαν ειδικευθεί στην κατασκευή υπογείων δαιβάσεων (σηράγγων), υπονόμων και άλλων τεχνικών έργων, άφησαν ως τις μέρες μας, σημάδια, στο πέρασμά τους από τον πειραϊκό χώρο. Εκτός από την ισοπέδωση του λόφου της Μουνιχίας και τα λαξευτά, μέσα σε βράχους κατασκευάσματα, που ο λαός ονόμαζε παλαιότερα “Θεόσπιτα”, δύο σημαντικά, για την εποχή τους, τεχνικά έργα μαρτυρούν το πέρασμά τους από τον τόπο : Η γνωστή ως “Σπηλιά της Αρετούσας” στον λόφο της Μουνιχίας και το “Σηράγγιο”, γνωστό (παλαιότερα) ως “Σπηλιά του Παρασκευά”.
Εκτός από τον προϊστορικό οικισμό των Μινυών, στον λόφο της Μουνιχίας, στους προϊστορικούς καιρούς αλλά και αργότερα, ως τους ιστορικούς χρόνους, υπήρχε στον Πειραιά και ένας “σύνδεσμος” ή “ένωση” κοινοτήτων με θρησκευτικό κυρίως χαρακτήρα και κοινό ιερό: Το “Τετράκωμον Ηράκλειον”. Οι τέσσερις “κώμες” που συγκροτούσαν την ιδιόμορφη κοινωτική “ένωση” του “Τετρακώμου” ήταν ο Πειραιεύς , το Φάληρο – η σημαντικότερη τότε, που οι Αθηναίοι χρησιμοποιούσαν ως “επίνειο” και που η ονομασία του προήλθε από τοπικό ήρωα και, κατά την παράδοση, έναν από τους Αργοναύτες, τον Φάληρο (ή Φαληρό) – οι Θυμαιτάδαι (ή Θυμοιτάδαι), – το σημερινό Κερατσίνι – και η Ξυπέτη (ή Ξυπετή) που η θέση της τοποθετείται ανάμεσα στην Παλαιά Κοκκινιά και τον Κορυδαλλό, ίσως στη σημερινή Νίκαια.Η λατρεία του Ηρακλή ήταν ο συνδεκτικός κρίκος της ιδιόμορφης αυτής κοινοτικής ένωσης, που επιβίωσε σε “μάκρος αιώνων” και το κοινό ιερό των “Τετρακώμων” βρισκόταν, κατά την επικρατέστερη άποψη, στην σημερινη συνοικία Καμίνια.