Πολιτισμός
Από τους Αρχαιολογικούς χώρους ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν:
Τα υπόγεια κατασκευάσματα μέσα σε βράχους, όπως το «Σηράγγιο» (κοινώς γνωστό ως «Σπηλιά του Παρασκευά»), στην Καστέλλα και η «Σπηλιά της Αρετούσας», στο λόφο της Μουνιχίας, (Προφήτη Ηλία), έργα των προηγμένων προϊστορικών κατοίκων του Πειραιά, των Μινυών, που όμως παραμένουν αναξιοποίητα. Το πρώτο είναι και το σπουδαιότερο. Αποκαλύφθηκε, κατά τον Χρ. Πανάγο, το 1897 και, κατά τον Γ. Ζαννέτο το 1894. Το φυσικό «κοίλωμα» του Σηραγγίου προϋπήρχε αλλά αξιοποιήθηκε, με την εκτέλεση ορισμένων έργων από τους Μινύες. Η στοά του εισχωρεί 12 μέτρα μέσα στο βράχο, κάτω από τη λεωφόρο Φαλήρου (Βασ. Παύλου). Αν και δεν έχουμε θετικές πληροφορίες για το σκοπό, για τον οποίο κατασκευάσθηκε, πιθανολογείται ότι ήταν ιερό, αφιερωμένο στον τοπικό ήρωα Σήραγγο. Στους ιστορικούς χρόνους δεν αποκλείεται να χρησιμοποιήθηκε ως «Ασκληπιείο» και ως «Πορφυρείο», για την κατεργασία των πολλών προφυρούχων κοχυλιών που αφθονούσαν στην Πειραϊκή ακτή. Αργότερα, πάντως και ως τους ρωμαϊκούς χρόνους στο Σηράγγιο λειτούργησε «βαλανείο» (δημόσιο λουτρό) και τότε κατασκευάστηκαν τα δύο ψηφιδωτά που υπήρχαν εκεί και, κατά περίεργο τρόπο, εξαφανίστηκαν στην περίοδο της Δικτατορίας (1967 – 1974).
Η Σπηλιά της Αρετούσας είναι φυσικό όρυγμα που χρησιμοποιήθηκε για τις ανάγκες ύδρευσης των κατοίκων του λόφου. Η είσοδός της βρίσκεται στη δυτική πλευρά του λόφου της Μουνιχίας, στη γωνία των οδών Τσαμαδού και Ρήγα Φερραίου και έχει φραχτεί από πολλά χρόνια, για λόγους ασφαλείας. Σύμφωνα με τις απόψεις των ειδικών αλλά και όπως προκύπτει από σχετικά ανασκαφικά ευρήματα, πρόκειται για τεχνητή γαλαρία σπηλαίου με 165 βαθμίδες, λαξευμένες στο βράχο – και οπωσδήποτε για υδρευτικό έργο.
Το Αρχαίο Θέατρο της Ζέας που κατασκευάστηκε στους Μακεδονικούς χρόνους (τέλη 4ου ή αρχές 3ου αιώνα π.χ.) και βρίσκεται δίπλα στο κτίριο του Αρχαιολογικού Μουσείου, σε χώρο μεταξύ των οδών Χαρ. Τρικούπη και Φιλελλήνων (του άλλου, παλαιότερου θεάτρου της Μουνιχίας δεν διασώθηκαν κατάλοιπα ως τις ημέρες μας).
Τα ερείπια από τα κτίσματα της αρχαίας πόλης, που βρίσκονται στο υπόγειο του καθεδρικού ναού της Αγίας Τριάδας.
Ερείπια της κεντρικής Πύλης του αρχαίου Πειραϊκού περιβόλου στη συνοικία «Γούβα του Βάβουλα», όπου προβλέπεται η δημιουργία αρχαιολογικού πάρκου – και κατάλοιπα κτισμάτων ρωμαϊκών χρόνων που αποκαλύφθηκαν στο οικοδομικό τετράγωνο μεταξύ των οδών Πολυτεχνείου – Σκουζέ – Λεωσθένους – Φιλελλήνων.
Τα ερείπια του αρχαίου Πειραϊκού Τείχους – το οποίο κακώς συγχέουν πολλοί με τα Μακρά Τείχη – που σώζονται στην Πειραϊκή Χερσόνησο και σε άλλα σημεία της πειραϊκής παραλίας, κυρίως στην Ηετιώνεια άκρα. Για την προστασία, την αξιοποίηση και ανάδειξη των καταλοίπων του αρχαίου τείχους καταβάλλονται, τα τελευταία χρόνια, προσπάθειες τόσο από το Υπουργείο Πολιτισμού και το Δήμο, όσο και από τη Διοίκηση του ΟΛΠ. Επίσης από το ΥΠΠΟ έχει ληφθεί μέριμνα για τη διάσωση και αξιοποίηση του ιστορικού και αρχαιολογικού χώρου της Κυνοσούρας (στη Σαλαμίνα).
Δυστυχώς ελάχιστα είναι τα ερείπια των νεωσοίκων, που σώζονται. Οι νεώσοικοι ήταν παραθαλάσσια υπόστεγα, στα οποία αποσύρονταν τα πλοία όταν δεν ταξίδευαν και στην περίοδο της μεγάλης ακμής του πειραϊκού λιμένα (5ος αιώνας π.χ.) το σύνολο των νεοσοίκων έφτανε τους 372. Απ’ αυτούς βρίσκονταν 196 στη Ζέα (Πασαλιμάνι), 82 στη Μουνιχία (Μικρολίμανο) και 94 στον πολεμικό ναύσταθμο Κανθάρου, μέσα στον Κεντρικό λιμένα.
Επιτύμβιοι κίονες και άλλα ταφικά ευρήματα, στην περιοχή της Πειραϊκής Χερσονήσου και στο χώρο, όπου πιθανολογείται ότι είχε ταφεί ο Θεμιστοκλής.
Το 1988, εντελώς τυχαία, στη διάρκεια δοκιμαστικών εκσκαφών, στο τέρμα της οδού ΙΙ ας Μεραρχίας (Πασαλιμάνι), για την κατασκευή υπόγειου «γκαράζ) από το ΥΠΕΧΩΔΕ, η σκαπάνη έφερε στο φως ένα μεγάλης σημασίας αρχαιολογικό εύρημα: τα θεμέλια της περίφημης «Σκευοθήκης» του Φίλωνος. Όπως είναι γνωστό η «Σκευοθήκη», έργο του αρχιτέκτονα Φίλωνα, χτίστηκε μεταξύ 346 – 328 π.χ. Είχε, σύμφωνα με την ενεπίγραφη πλάκα της «συγγραφής υποχρεώσεων» του έργου, που βρέθηκε τον περασμένο αιώνα στη γωνία των οδών Σωτήρος Διός και Βούλγαρη – και δημοσίευσε το 1882 ο Αλέξανδρος Μελετόπουλος – μήκος 123 μέτρων, πλάτος 17 μέτρων, ύψος 30 μέτρων και 36 παράθυρα με δυνατότητα αποθήκευσης πολεμικού υλικού για τον εξοπλισμό 150 ή, κατ’ άλλους, 400 πλοίων.Βρισκόταν στον αρχαίο λιμένα της Ζέας και κατά τις μέχρι πρόσφατα «εκτιμήσεις» στην οδό Σωτήρος, πίσω από τη σημερινή πλατεία Κανάρη, δηλαδή σε απόσταση περίπου 200 μέτρων από το σημείο των τελευταίων ευρημάτων. Δυστυχώς, για καθαρά πρακτικούς λόγους, η διαμόρφωση του σημείου που βρέθηκαν τα κατάλοιπα της «Σκευοθήκης» σε αρχαιολογικό χώρο με ανάλογη προβολή τους ήταν ανέφικτη – και μετά την αποτύπωσή τους από την Αρχαιολογική Υπηρεσία, αποκαταστάθηκε το τμήμα αυτό της οδού ΙΙ ας Μεραρχίας στην προηγούμενη μορφή του. Ελάχιστα από τα ερείπια της «Σκευοθήκης» διασώζονται σε υπόγειο οικοδομής, στην οδό Υψηλάντου.