Αιώνες της παρακμής

Αιώνες της παρακμής

 

Η πορεία του αρχαίου Πειραιά στάθηκε κοινή με την πορεία της Αθηναϊκης Δημοκρατίας. Θα την ακολουθήσει στο μεσουράνημα της, στον περίφημο “χρυσούν αιώνα”. Θα δεχθεί μαζί της το πρώτο πλήγμα, στον Πελοποννησιακό πόλεμο (431-404 π.Χ.). Θα συνέλθει κάπως με την αποκατάσταση της δημοκρατίας (403 π.Χ.) που η προσπάθεια για αυτήν από εδω – από τον λόφο της Μουνιχίας, με τον Θρασύβουλο – θα ξεκινήσει. Και τελικά θα την παρακολουθήσει στην πορεία προς την ορική παρακμή, αργά μα σταθερά από τους Μακεδονικούς χρόνους, για να δεχθεί το θανάσιμο χτύπημα με την εισβολή των Ρωμαίων και την καταστροφή από τον Σύλλα, το 85 π.Χ. Μετά την καταστροφή η πόλη περιορίστηκε “εις ολίγην κατοικίαν”, κοντά στο λιμάνι. Και στους πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες γράφτηκε ο θλιβερός επίλογος της ιστορίας του αρχαιού Πειραιά . Από το 395 π.Χ., με την τελευταία εισβολή των Γότθων, αρχίζει η μεγάλη περίοδος της πειραϊκής παρακμής, που θα διαρκέσει δεκαπέντε περίπου αιώνες, ως την εθνική μας αποκατάσταση. Στην περίοδο, αυτή η πόλη δεν υπήρξε. Αν δημιουργήθηκαν – ευκαιριακά πάντα κάποιες μικρές “εστίες” ζωής, δεν γνωρίζούμε. Το λιμάνι του Πειραιά χρησιμοποιήθηκε, βέβαια, κατά καιρούς, ως ορμητήριο του βυζαντινού στόλου ή των πειρατικών πλοίων, που τότε – όπως και αργότερα – λυμαίνονταν το Αιγαίο. Αλλά για κάποια, έστωκαι περιορισμένη, λιμενική κίνηση, δεν μπορει να γίνει λόγος. Κι από το 1318 μ.Χ. ο Πειραιάς έχασε και το αρχαίο όνομα του. ‘Εγινε το “PORTO LEONE”, το “PORTO DRACO” των Φράγκων και από το 1456 το “Ασλάν λιμάνι” των Τούρκων (λιμάνι λέοντος), από το μαρμάρινο άγαλμα Λέοντος, που βρισκόταν περίπου στη θέση όπου χτίστηκε αργότερα το Παλαιό Δημαρχείο (Ρολόι) – και το οποίο “απήγαγε” το 1688, στη διάρκεια της γνωστής εκστρατείας του κατά των Αθηνών, ο Φρ. Μοροζίνι και μετέφερε στο Ναύσταθμο της Βενετίας, όπου εξακολουθεί να βρίσκεται. Το άγαλμα του Λέοντος, του οποίου δεν γνωρίζουμε ούτε τον γλύπτη που το φιλοτέχνησε, ούτε τον χρόνο της κατασκευής του, ή, έστω, της τοποθέτησής του στον Πειραιά, “με το υπερφυσικόν μέγεθος, με την ανθρωπίνην μορφήν και τας μυστηριώδεις επιγραφάς αποτελεί – όπως εύστοχα παρατηρεί ο Ιωάννης Αλ Μελετόπουλος- και θα αποτελέσει ίσως εσαεί ένα από τα άλυτα μυστήρια της ιστορίας…”.

Επειδή όμως το άγαλμα αυτό έχει συνθεθεί άρρηκτα με μια μακρά ιστορική περίοδο της πόλης, οι Πειραιώτες δεν έπαψαν να διακδικούν την επιστροφή του. Επανειλημμένα διαβήματα έγιναν, κατά το περελθόν, από το Δήμο και άλλους τοπικούς συλλογικούς φορείς, χωρίς αποτέλεσμα. Τελευταία, με τη συγκρότηση της “Συντονιστικής Επιτροπής για την επιστροφή του Λέοντος του Πειραιώς” το θέμα ήρθε και πάλι στο προσκήνιο της επικαιρότητας. Η Επιτροπή, με τη συγκέντρωση με “χορηγίες” του απαραίτητου χρηματικού ποσού προχώρησε στην κατασκευή πιστού μαρμάρινου αντιγράφου του αγάλματος, που φιλοτέχνησε ο γλύπτης Γ. Μέγκουλας, με στόχο μα προσφερθεί τούτο στη Βενετία για την επιστροφή του πρωτοτύπου. Ο “νεότευκτος’ αυτός Λέων τοποθετήθηκε προσωρινά σε καίρια θέση του Κεντρικού Λιμένα, με τη φροντίδα και με δαπάνες του Οργανισμού Λιμένος Πειραιώς.

Σε όλη την περίοδο της Τουρκοκρατίας, η ερήμωση και η εγκατάλειψη εξακολουθούν να είναι τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του πειραϊκού χώρου. Στο σημείο αυτό συμφωνούν όλοι οι περιηγητές που επισκέφθηκαν τότε τον Πειραιά. Το λιμάνι του χρησιμοποιήθηκε σε αραιά χρονικά διαστήματα και για ελάχιστες εμπορικές συναλλαγές. Μόνη “εστία” ζωής, την περίοδο αυτή, το Μοναστήρι του Αγίου Σπυρίδωνα, που ιδρύθηκε, σύμφωνα με νεότερες και περισσότερο τεκμηριωμένες απόψεις, γύρω στα 1590 με τους ελάχιστους μοναχούς του – ισχνές παρουσίες μέσα σ’ αυτό το περίεργο “σκηνικό” διάκοσμο της γενικής ερημιάς – και μόνος επώνυμος κάτοικος ο ιδιόρυθμος Γάλλος έμπορος Καυράκ, που είχε εγκατασταθεί σ’ ένα σπίτι, στην πειραϊκή παραλία, γύρω στα μέσα του δεκάτου ογδόου αιώνα, ενώ την όλη εικόνα της παρακμής του άλλοτε ένδοξου “επινείου” συμπλήρωνε η κωμικοτραγική “φιγούρα” του Τούρκου τελωνοφύλακα που αποτελούσε – κατά τον CHATAUBRIAND- “θλιβερόν παράδειγμα ηλιθίου υπομονής που ανέμενε να παράλθουν μήνες ολόκληροι δια να ιδή καταπλέον κανένα πλοίον…”.

Back to top button